Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετανόημα — μετανόημα, τὸ (ΑΜ) [μετανοώ] μσν. αλλαγή γνώμης ή απόφασης, μεταμέλεια αρχ. η μετέπειτα, η ύστερη σκέψη … Dictionary of Greek
μετανόημα — ultimate concept neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)